- αποκρουνίζω
- ἀποκρουνίζω (Α)(για νερό) τινάζομαι έξω με ορμή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποκρουνίζον — ἀποκρουνίζω spout pres part act masc voc sg ἀποκρουνίζω spout pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)